γλώσσαλγος

γλώσσαλγος
γλώσσαλγος
talking till one's tongue aches
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλώσσαλγος — η, ο (AM γλώσσαλγος και γλώσσαργος, ον) αυτός που μιλάει μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλώσσαργος < γλώσσα + αργός (1)* «ταχύς» (πρβλ. στόμαργος), ενώ ο παράλληλος και σπανιότερος τ. γλώσσαλγος < γλώσσα + άλγος… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσαλγον — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem acc sg γλώσσαλγος talking till one s tongue aches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώτταλγος — γλώσσαλγος , γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσάλγους — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσαλγε — γλώσσαλγος talking till one s tongue aches masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • языковредный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (γλώσσαλγος) болтливый …   Словарь церковнославянского языка

  • γλωσσαλγία — η (AM γλωσσαλγία) [γλώσσαλγος] η ακατάσχετη φλυαρία νεοελλ. πόνος στη γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • γλωσσαλγώ — γλωσσαλγῶ ( έω) (AM) [γλώσσαλγος] 1. έχω πόνο στη γλώσσα 2. φλυαρώ …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”